- λεξίδια
- λεξίδιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκλιτικός — ή, ό (AM ἐγκλιτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση ρήματος 2. «εγκλιτικές λέξεις» ή εγκλιτικά λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο οποίος αναβιβάζεται στη λήγουσα τής προηγούμενης λέξης … Dictionary of Greek
αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)